- ελπιστός
- η , ό[ν] ожидаемый, возможный, предполагаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελπιστός — ή, ό (Α ἐλπιστός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίσει ότι θα γίνει, ο προσδοκώμενος … Dictionary of Greek
ἐλπιστά — ἐλπιστός to be expected neut nom/voc/acc pl ἐλπιστά̱ , ἐλπιστός to be expected fem nom/voc/acc dual ἐλπιστά̱ , ἐλπιστός to be expected fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλπιστόν — ἐλπιστός to be expected masc acc sg ἐλπιστός to be expected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέλπιστος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο οποίος μαρτύρησε στη Ρώμη με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται την 1η Ιουνίου. * * * εὐέλπιστος, ον (Μ) ο γεμάτος ελπίδα. επίρρ... εὐελπίστως με καλές ελπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελπιστός (< ελπίζω)] … Dictionary of Greek
κακελπιστώ — κακελπιστῶ, έω (Α) έχω κακό προαίσθημα, περιμένω κάτι κακό να συμβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ελπιστῶ (< ελπιστος < ἐλπίζω), πρβλ. δυσ ελπιστώ, ευ ελπιστώ] … Dictionary of Greek